Ενα μικρό αλλά χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του τι συμβαίνει με τις παραγωγές στις μέρες μας και ειδικά στη χώρα μας (όχι ότι διαφέρει σημαντικά η κατάσταση και στο εξωτερικό και ειδικά στην Ευρώπη), πήραμε και στο φετινό Rockwave festival, που μόλις έκλεισε τις πόρτες του στη Μαλακάσα. Διαπιστώσαμε λοιπόν εκ των έσω ότι οι παραγωγές και φθίνουν αλλά και ‘φθηναίνουν’ σε λάμψη, εξοπλισμό, και χειρισμό (τουτέστιν εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο φετινό Rockwave (του χαμηλωμένου όντως budget) οι μπάντες και οι καλλιτέχνες που έφεραν δικό τους εξοπλισμό ήταν ελάχιστες, ενώ μετρημένες στα δάχτυλα ήταν και όσες μπάντες συνοδεύονταν από τους δικούς τους ηχολήπτες, φωτιστές και τεχνικούς γενικώς. Παλιότερα απ’ όσο θυμάμαι, ειδικά τα ξένα συγκροτήματα που βρίσκονταν σε περιοδεία ή συμμετείχαν σε φεστιβάλ, ήταν σχεδόν δεδομένο ότι θα έχουν μαζί τους ηχολήπτες, φωτιστικές ακόμα και τεχνικούς (για τα όργανα, το backline, το σύστημα κλπ). Σήμερα κάτι τέτοιο αναμφίβολα φθίνει ολοένα και περισσότερο. Τα αίτια είναι σίγουρα περισσότερα από ένα. Τι εννοώ; Οτι αν επικεντρωθούμε απλά και μόνο στην οικονομική κρίση, τα περιορισμένα budget και τις περικοπές, πιθανώς βλέπουμε μόνο τη μισή αλήθεια...
Η άλλη μισή έχει να κάνει με μια γενικότερη νοοτροπία και φιλοσοφία υπεραπλούστευσης που αφορά γενικότερα τις ζωές και την κουλτούρα μας και όχι τις μουσικές παραγωγές και τις συναυλίες αυτές καθ’ αυτές. Εννοώ πολύ απλά, ότι έχει χαθεί η εξειδίκευση και κάπως έτσι, τεχνητά ή ανεγκέφαλα, έχει υπεραπλουστευθεί από κάποιους (γιατί έτσι τους συμφέρει ή μέχρι εκεί το αντιλαμβάνονται), η έννοια της εξειδίκευσης και της ‘καλλιτεχνίας’. Κοινώς, οι ηχολήπτες και οι φωτιστές αντιμετωπίζονται περισσότερο ως χειριστές, παρά ως αναπόσπαστα τμήματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας της μπάντας τους, που βγαίνει μέσα από τις καμπίνες των ηχείων ή τα ‘κεφάλια’ του support επί σκηνής. Αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη την τεχνολογία γι’ αυτό, όμως άποψή μου είναι ότι η τεχνολογία και η συνεχής εξέλιξή της είναι απλά και μόνο το μέσο, το πως θα το χρησιμοποιήσει κανείς, αυτό έχει να κάνει με το μυαλό, την κουλτούρα του και το πως βλέπει και ορίζει ‘το συμφέρον’ του.
Θέλετε παραδείγματα; Να ξεκινήσουμε από τον ήχο; Εδώ η επικεφαλίδα θα μπορούσε να γράφει: ‘Ηχολήπτης ή Stick-άκι;’
Αρκετοί είναι εκείνοι που νομίζουν ότι το άρτιο υποκατάστατο ενός ηχολήπτη είναι πλέον το stick-άκι, καθώς παντού υπάρχει πλέον μια ψηφιακή κονσόλα. Επιπλέον, το USB stick-άκι δεν θέλει μεροκάματο, ούτε πιάνει θέση σε αεροπλάνο, λεωφορείο ή δωμάτιο ξενοδοχείου, αφήστε που τρέφεται μόνο με bytes. Αρα πλέον, μπορούμε να μειώσουμε πιο εύκολα απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν το budget της επόμενης συναυλίας μας ή της τουρνέ Β’ κατηγορίας που ετοιμάζουμε. Πως; Απλά ζητάμε από τον ηχολήπτη – συνεργάτη μας το stick-άκι με τη μίξη που μας ικανοποιεί, του λέμε ότι δεν υπάρχει budget για τον ίδιο στο προσεχές project, ζητάμε στο rider μια ακριβώς ίδια (ή συμβατή) ψηφιακή κονσόλα, δίνουμε το stick στον ηχολήπτη ‘βάρδιας’ της rental εταιρίας του συστήματος του χώρου και νομίζουμε ότι έχουμε τον ήχο μας.
Επιτρέψτε μου, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, καθώς έχω παρατηρήσει ότι σε μια τέτοια περίπτωση (αλλά και στις περιπτώσεις που έρχονται μπάντες μόνες τους δίχως ηχολήπτες και φωτιστές και δίχως stick ή σχεδόν καμιά απολύτως ‘προίκα’) το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί από τον φιλότιμο, ταλαντούχο ή ‘αστέρι’ ηχολήπτη που θα αναλάβει το FoH και το stage τους, είναι να παρουσιάσει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα, τουτέστιν μια πολύ καλή και ισορροπημένη μίξη, που όμως σε κάθε περίπτωση θα απέχει σημαντικά από την ‘παραγωγή’ που θα παρουσίαζε η μπάντα αν είχε μαζί της το δικό της ηχολήπτη που την έχει μιξάρει εκατοντάδες φορές κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Το ίδιο και μάλιστα κατά τη γνώμη μου σε μεγαλύτερο βαθμό ισχύει και στον τομέα του φωτισμού, καθώς αυτός που σχεδιάζει, προγραμματίζει και χειρίζεται τους φωτισμούς για ένα γκρουπ (αν είναι ένα άτομο) πρέπει κυριολεκτικά να είναι μέσα στο show γιατί αυτός σε μεγάλο βαθμό το διαμορφώνει. Ενας πολύ καλός local φωτιστής που δεν ξέρει τα κομμάτια, το ακριβές ύφος του γκρουπ και το αντίστοιχο feeling είναι μάλλον ανθρωπίνως αδύνατο να ‘απογειώσει’ την παραγωγή τους, εκτός κι αν παίζουν μέρα...
Αυτές είναι οι μικρές διαφορές που κάνουν το καλό – καλύτερο και μεταβάλλουν ένα άρτιο αποτέλεσμα σε ‘μαγικό’. Γιατί η μαγεία είναι η πεμπτουσία και ο αυτοσκοπός μιας συναυλίας (αυτό θα θυμάται για χρόνια ο θεατής), κάτι που ούτως ή άλλως συμβαίνει σπάνια, αλλά έχει λιγότερες πιθανότητες να συμβεί όταν η ομάδα της εκάστοτε μπάντας δεν περιλαμβάνει και τους διαχειριστές του οπτικοακουστικού και φωτιστικού τους υλικού. Είναι σα να μαγειρεύεις με τα καλύτερα υλικά κι έναν οποιοδήποτε μάγειρα.
Το ίδιο βεβαίως ισχύει και αντίστροφα. Κοινώς, ακόμα κι αν έχεις τον καλύτερο μάγειρα – συνεργάτη και τα υλικά σου είναι «ότι νά’ ναι» το αποτέλεσμα θα είναι πάλι μέτριο. Και στον τομέα του εξοπλισμού λοιπόν, η λογική ‘βολευόμαστε με ότι έχουμε’ κατεβάζει σημαντικά τον πήχη μιας παράστασης, κι αυτό είναι κάτι που ενδόμυχα αντιλαμβάνεται ο μέσος ακροατής ακόμα κι αν αγνοεί πλήρως την τεχνολογία ή είναι συναυλιακά ‘ανεκπαίδευτος’.
Και ειλικρινά εξακολουθώ να το πιστεύω: δεν είμαι ακόμα σίγουρος 100% αν όλες αυτές οι περικοπές είναι αποκλειστικά και μόνο θέμα budget ή αποτελούν παράλληλα και το αποτέλεσμα μιας γενικότερης υπεραπλούστευσης του τύπου «έλα μωρέ, όλα και όλοι το ίδιο ‘παίζουνε’»...
Υ. Γ. Αποδεδειγμένα άλλωστε, ότι καλύτερο έχει συμβεί σε αυτό τον κόσμο (ειδικά καλλιτεχνικά) το αποτέλεσμα υπογράφεται από δεμένες ομάδες και σύνολα με διάρκεια, δημιουργικότητα και δουλειά. Ας το σκεφτούμε λίγο αυτό...