Μπαίνοντας, ο καπνός (απ’ τα τσιγάρα, όχι από μηχανή καπνού!) ήταν παντού, ο DJ ψηλά στο θρόνο του, τα μεγάφωνα στη διαπασών με ένα γρήγορο και δυνατό κομμάτι, ενώ η μοναδική κινούμενη κεφαλή στην οροφή στριφογύριζε τρελά με λευκό strobe για να προλάβει να δώσει έμφαση στον καλπασμό του μεταλλικού ρυθμού. Το κομμάτι τελείωσε. Ένα άλλο πιο αργό το διαδέχτηκε. Μετά ακολούθησε ένα ρυθμικό hard rock, στη συνέχεια μια metal μπαλάντα και το πρόγραμμα συνεχιζόταν με τις αναγκαίες εναλλαγές έντασης και ύφους. Αυτό όμως συνέβαινε μόνο στη μουσική. Η έρμη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η κεφαλή, εκτελούσε την ίδια νευρική μακροεντολή (το λεγόμενο «οχτάρι») με την ίδια ταχύτητα και με λευκό ασταμάτητο strobe στην ίδια συχνότητα όλο το βράδυ! Το φως μάλιστα της δέσμης έπεφτε κατευθείαν στα πρόσωπα όσων κάθονταν από κάτω.
Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αλλάξει κάτι, πήρα το θάρρος να ρωτήσω τον DJ -μιας και φωτιστής δεν υπήρχε- γιατί άραγε έχουν επιλέξει αυτό το σενάριο και μου απάντησε: «Α, εγώ δεν ασχολούμαι καθόλου με τον φωτισμό του μαγαζιού»!! Αυτό μου θύμισε μια γελοιογραφία όπου ένας τύπος παρελαύνει καμαρωτά μ’ ένα σκουπόξυλο στα χέρια λέγοντας «Για τη σημαία ας σκεφτεί άλλος, εγώ πήρα το κοντάρι»!! Πώς γίνεται ένας επαγγελματίας μ’ ένα αντικείμενο που έχει άμεση σχέση με τους πελάτες – ακροατές του, να μοιράζεται τις ίδιες απόψεις μ’ έναν γραφειοκράτη; Πώς επιλέγεται αυτό από τα υπόλοιπα 20 προγράμματα που –πιθανότατα- έχει ετοιμάσει ο προγραμματιστής της κονσόλας; Ή μήπως αγόρασαν μια κεφαλή, πλήρωσαν κάτι τις τον άνθρωπο που την εγκατέστησε κι εκείνος διέθεσε το πολύ 5 λεπτά για να τους φτιάξει μια μακροεντολή και να φύγει; Εκτός κι αν εκείνος που την στερέωσε στο ταβάνι άκουσε την σαφή οδηγία: «Βαλ΄την εκεί να βαράει τριγύρω κι έφυγες!»
Όποια κι αν είναι η απάντηση, δεν θέλω να παρεξηγηθώ και να φανώ δηκτικός. Εννοείται πως ό,τι σκέφτηκαν το έκαναν επειδή πιστεύουν ότι είναι για το καλό. Μπορεί όμως κάτι να τους διαφεύγει. Και εφόσον ο ιδιοκτήτης ή οι άνθρωποι που έχουν ως δουλειά τους τη διασκέδαση, τη φροντίδα και την ψυχαγωγία δεν αντιλαμβάνονται ότι κάτι ενοχλητικό υπάρχει στον χώρο τους, τότε δεν μένει παρά οι πελάτες, οι ακροατές, οι θαμώνες, οι θεατές να προχωρήσουν χωρίς ντροπή σε αυτονόητες ερωτήσεις όπως: «Δεν νομίζετε ότι η μουσική είναι πολύ δυνατή; Πρέπει να ουρλιάζω στο αυτί του διπλανού μου για να ακουστώ», «Μπορείτε να κάνετε το φωτιστικό να μην σημαδεύει αδιάκοπα τα μάτια μου;» ή «Δεν ακούτε ότι το subwoofer τρίζει υπερβολικά; Μ’ έχει πιάσει πονοκέφαλος».
Ο ιδιοκτήτης του εκάστοτε χώρου ίσως τότε αρχίσει να βλέπει την αναγκαιότητα ενός επαγγελματία για να δώσει χρώμα στο χώρο του, κι αν ακόμα θέλει ο φωτισμός να κάνει το μαγαζί του να φαίνεται «σκληρό», «ζόρικο» ή «κάτσε καλά» να δει ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για κάτι τέτοιο. Το επιθετικό strobe είναι καλό για μερικές στιγμές. Όταν παίζει για ώρες, τότε ο χώρος διασκέδασης μετατρέπεται σε εργοτάξιο όπου εκτελούνται εργασίες οξυγονοκόλλησης. Παρόμοια φαινόμενα έχω δει σε αρκετά μαγαζιά, καθώς και το –επιεικώς- αστείο όπου κινούμενες κεφαλές περιστρέφονται όλη νύχτα χωρίς φως γιατί, ενώ οι λάμπες κάηκαν, δεν υπάρχει κάποιος να τις αλλάξει άμεσα ή μέχρι να γίνει αυτό, να εξαιρέσει τα φωτιστικά αυτά από το τρέχον πρόγραμμα! Το θέμα της αισθητικής στον φωτισμό –κι όχι μόνον- είναι υπόθεση τόσο αυτών που την «παρέχουν» όσο και αυτών που την «λαμβάνουν». Σε μία τέτοια αμφίδρομη σχέση, θα τολμούσα να πω ότι οι υπεράνω κριτικής αυθεντίες είναι από σπανιότατες έως ανύπαρκτες. Πιστεύω ότι η εποικοδομητική κριτική μάς βελτιώνει ως επαγγελματίες. και γενικεύοντας, κατά τον Επίχαρμο: «Μένε νηφάλιος και μην ξεχνάς να αμφισβητείς»...
του Μιχάλη Κοντογιάννη
Ειδικός φωτισμού στην ΠΑΝΟΥ ΑΕΒΕ
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.