Η προίκα, του user interface, του λογισμικού, των δυνατοτήτων και λειτουργιών, το συγκεκριμένο (και συνήθως φωτιζόμενο σε περίοπτη θέση) λογότυπο, η εξοικίωση των χειριστών, η δύναμη της συνήθειας ακόμα – ακόμα και πάνω απ’ όλα η τιμή αγοράς είναι τα βασικά στοιχεία που μπορούν να βάλουν ή να εγγυηθούν τη συνέχεια της επιτυχημένης πορείας μιας κονσόλας στην ευρύτερη pro - audio αγορά και δη την Ελληνική με τις πολλές ιδιαιτερότητες και τα συγκεκριμένα προβλήματα.
Αυτή τη στιγμή και παρά την κρίση και τις συνολικά αντίξοες συνθήκες που επικρατούν, εν τούτοις και κατά κοινή ομολογία, βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη διαδικασία αντικατάστασης των μίξερ της Ελληνικής αγοράς, καθώς ολοένα και περισσότεροι επενδύουν στην ψηφιακή τεχνολογία βάζοντας στο πιο πίσω ράφι τις παλιές αναλογικές τους κονσόλες.
Και μπορεί οι μεγαλύτερες PA εταιρίες να επένδυσαν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια σε νέα ψηφιακά μίξερ μεγάλου φορμά και αντίστοιχα μεγάλου κόστους της τάξεως των μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρών, όμως απ’ ότι φαίνεται θα πρέπει να περιμένουμε αρκετό καιρό έως ότου ξαναδούμε μαζικές πωλήσεις ψηφιακών μίξερ μεγάλου φορμά. Αντίθετα, τα μικρού φορμά ψηφιακά μίξερ είναι αυτά που τραβάνε (και θα τραβάνε σχεδόν μαζικά) το κάρο των πωλήσεων από τούδε και στο εξής για μια σειρά από λόγους.
Προφανέστερος όλων ο οικονομικός και η έλλειψη χρημάτων και κινήτρου επενδύσεων, όμως δεν είναι ο μοναδικός σημαντικός κατά τη γνώμη μου. Θεωρώ ότι ο βασικότερος λόγος που κάποιος στρέφεται πλέον στην επιλογή μιας μικρής και όχι μιας μεγάλης ψηφιακής όπως έκανε παλιά, είναι αφενός μεν το γεγονός ότι παλιά δεν υπήρχαν ‘μικρές’ ψηφιακές που να κάνουν ότι σχεδόν και οι μεγάλες και να προσφέρουν τόσες πολλές δυνατότητες πρώτης γραμμής. Επιπλέον αυτού του (μικρότερου) φορμά οι κονσόλες αποτελούν μια σαφώς πιο συμφέρουσα επένδυση αφού θα αποσβέσουν ταχύτερα την επένδυση και θα φέρουν πιο γρήγορα λεφτά στο μαγαζί και τον επενδυτή τους. Αλλωστε, ας μην κρυβόμαστε, αυτές ταιριάζουν γάντι τόσο στο επίπεδο των παραγωγών από δω και στο εξής, όσο και στις ολοένα και πιο κακοπληρωμένες δουλειές που γίνονται. Συν το γεγονός ότι στριμώχνονται ευκολότερα σε νεόκοπα Live στέκια μικρής χωρητικότητας, ότι μεταφέρονται εύκολα και ζυγίζουν λιγότερο…
Και άντε να πείς ότι κάποιος επενδύει σ’ ένα μεγάλο μίξερ για να πάρει τις συναυλίες μεγάλων συγκροτημάτων του εξωτερικού, όπως γινόταν παλαιότερα. Δυστυχώς ούτε σε αυτό μπορεί να ποντάρει κανείς διότι πλέον όλο και περισσότερα γκρούπ περιοδεύουν έχοντας μαζί τους και την κονσόλα τους, κάτι που δεν συνέβαινε παλαιότερα τόσο συχνά.
Αρα λοιπόν, αναμένεται να γεμίσουμε μικρά και προσιτά ψηφιακά μίξερ από ενάμιση χιλιάρικο έως και 15, νούμερα που δεν υπήρχαν πρίν από μερικά χρόνια στην Ελληνική αγορά που είχε γεμίσει με μεγάλες Yamaha, Digidesign, αρκετές Innovason, ενώ στη συνέχεια πήραν πίτα και η DiGiCo, Soundcraft και Midas εσχάτως, ανάλογα βεβαίως με το πότε παράχθηκαν και διατέθηκαν ως υλοποιήσεις από τις εταιρίες κατασκευής στους αντιπροσώπους τους.
Κάπως έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν οι τάσεις και οι σχολές στην Ελληνική αγορά (άλλωστε η ιδιαιτερότητες αυτής της αγοράς μας ενδιαφέρουν εδώ) που καθόρισαν τις ισορροπίες και τις πωλήσεις. Τι εννοώ; Το προφανές: όσο πιο μεγάλες και καταξιωμένες εταιρίες PA επένδυαν σε ένα μίξερ, τόσο πιο πολύ το έβαζαν στην αγορά, καθώς το έβγαζαν σε περισσότερες και πρώτης κατηγορίας δουλειές, δούλευαν σε αυτό οι πιο καταξιωμένοι και επώνυμοι ηχολήπτες (Ελληνες και ξένοι) και φυσικά οι κονσόλες ‘εκπαίδευαν’ από μόνες τους σχεδόν ολοένα και περισσότερους ηχολήπτες και τεχνικούς ήχου. Αν στήριζε και ο αντιπρόσωπος με ουσιαστικά σεμινάρια και προωθητικές ενέργειες τότε ένα μίξερ δημιουργούσε πιο εύκολα τη δική του ‘σχολή’ και αβγάτιζε τους fans του, αρκεί βεβαίως να βοηθούσε στοιχειωδώς και το ίδιο, δηλαδή να είχε καλό ήχο και να ήταν αξιόπιστο, εύχρηστο και ευέλικτο γενικώς.
Όλα τα παραπάνω βεβαίως ισχύουν και σήμερα και θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και στο μέλλον αφού πρόκειται για τους απολύτως προφανείς λόγους της επιτυχίας και της προώθησης ενός προϊόντος σε μια ειδική αγορά.
Η διαφορά βεβαίως πλέον είναι ότι έχει μεταβληθεί το περιβάλλον στον τομέα φορμά / ποιότητας / τιμής, κάτι που δεν υπήρχε πριν από 4 – 5 χρόνια και πίσω.
Κάποιες εταιρίες λοιπόν φρόντισαν να κινηθούν γρήγορα ή αν προτιμάτε γρηγορότερα από άλλες, κατασκευάζοντας μικρά μίξερ, αλλά εξίσου ποιοτικά σε ήχο και με κοινή φιλοσοφία με τις πανάκριβες (και καταξιωμένες διεθνώς) ναυαρχίδες τους, όπως για παράδειγμα η DiGiCo και η Soundcraft. Η DiGiCo αναμφίβολα έσυρε το χορό της ανάπτυξης καθώς παρουσίασε ταχύτατα μια μεγάλη γκάμα μίξερ (μεταξύ SD7 έως SD11 μεσολαβούν πολλά μοντέλα) με κοινή φιλοσοφία ήχου και χειρισμού για κάθε εφαρμογή και βαλάντιο, καθώς είχε εξαρχής συγκεκριμένο πλάνο ανάπτυξης (όπως αποδεικνύεται τώρα που το είδαμε) και φυσικά στηρίχθηκε στη μεγάλη ή μικρή ολιγωρία των περισσότερων βασικών ανταγωνιστών της (βλέπε κυρίως Yamaha και Midas που για δικούς τους λόγους καθυστέρησαν είτε να ανανεώσουν το στόλο τους η πρώτη, είτε να μπούν ενεργά στο παιχνίδι, η δεύτερη).
Εξίσου μεθοδικά κινήθηκε και η Soundcraft όσον αφορά την προς τα κάτω κλιμάκωση των μίξερ της, βασιζόμενη στην τεράστια τεχνογνωσία της Studer, όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο έλειψε σε μαζικό επίπεδο από τα μεγάλα – εμπορικά rider, στα οποία όταν βρίσκεσαι παρατεταμένα κάνεις ευκολότερη τη ζωή σου με το απαραίτητο επικοινωνιακό παιχνίδι.
Οσο για τη Midas τον μεγάλο κυρίαρχο των αναλογικών μίξερ των τελευταίων δεκαετιών, μπήκε αργά μεν αλλά εξίσου δυναμικά όταν το αποφάσισε στο παιχνίδι της μικρής – ποιοτικής ψηφιακής, καθώς για αρκετό διάστημα είχε μόνο την πανάκριβη XL8 στο προσκήνιο. Αντίθετα, ο πρώτος και διδάξας των ψηφιακών μίξερ, η Yamaha που με όσους κατασκευαστές μίλαγα και έπαιρνα συνεντεύξεις τα τελευταία χρόνια την ανέφεραν παγίως ως τον μεγάλο τους ανταγωνιστή, άργησε χαρακτηριστικά να παρουσιάσει το επόμενο δείγμα γραφής της και να ανανεώσει το στόλο της σε υψηλό επίπεδο (μένοντας για χρόνια με την PM1 ως ναυαρχίδα και την PM5 στη συνέχεια), παρουσιάζοντας μόλις φέτος τη νέα σειρά CL (προσέξετε αναφέρομαι σε υψηλό επίπεδο όχι μόνο σε μικρό φορμά, εκεί που η Yamaha επίσης κυριάρχησε με M7 και LS σειρές). Η Digidesign (Avid πλέον) έκανε και αυτή τις κινήσεις της, αλλά ανέκαθεν κοίταζε πρώτα την Αμερικάνικη αγορά (στην οποία σχεδόν κυριάρχησε τα προηγούμενα χρόνια) παρά την παγκόσμια, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν ανταγωνιστική. Απλά έχει διαφορετική άποψη περί μικρού φορμά και περί της εμπορικότητας ίσως αυτού. Για την πάντα ποιοτική Innovason (ειδικά τώρα που ουσιαστικά έγινε Lawo) είναι προφανές ότι έχει επιλέξει (έως τώρα τουλάχιστον) άλλο δρόμο, η θρυλική Cadac παραμένει ένα ερωτηματικό όσον αφορά την αποδοχή των νέων ψηφιακών της μίξερ, ενώ η Allen Heath εφαρμόζει και στις ψηφιακές τη γνωστή συνταγή των αναλογικών της και αναμφίβολα προχωράει μπροστά έχοντας από φέτος στο οπλοστάσιό της και την GLD εκτός των iLive.
Και πάμε και στους ‘μικρότερους’ παίκτες (όχι ως εμπορική οντότητα, αλλά ως πλήρες αποδεκτό όνομα σε super pro εφαρμογές), που έως πριν από μερικά χρόνια (κάποιοι και έως πέρυσι) δεν είχαν καν ψηφιακό μίξερ. Η Behringer έχοντας πλέον και την τεχνογνωσία από Midas και Klark προσπαθεί να κάνει τη δική της ρελάνς με την X32, ενώ η Mackie έχει κι αυτή ψηφιακή και μάλιστα φθηνή (ίσως τη φθηνότερη όλων αλλά και ‘αντίστοιχα’ μικρή βεβαίως σε εισόδους & λειτουργίες). Και βεβαίως υπάρχει και η Presonus που συνεχίζει να ‘καταπίνει’ νούμερα πωλήσεων παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής παίζοντας σε διπλό ταμπλό (studio – live ονομάζονται τα μοντέλα της για προφανής λόγους). Αντίστοιχα διεκδικεί την πίτα της και η Roland που έχει πλέον έτοιμο και ένα νέο compact μίξερ για αμιγώς Live περιβάλλον.
Αυτά είναι πάνω κάτω τα δεδομένα, σύμφωνα πάντα με την εκτίμηση του υπογράφοντος, ας πάμε να δούμε τώρα ποια θα είναι η επόμενη μέρα των ψηφιακών μίξερ στα μέρη μας. Η αγορά εδώ όπως και γενικότερα ίσως, στηρίζεται σε ορισμένους δεδομένους παράγοντες που έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση και με την εμπορική διείσδυση που εξαρτάται κυρίως από το λόγο τιμής / απόδοσης / αποδοχής – ζήτησης. Μοιάζει σύνθετο; Μπορεί, όμως δεν είναι καθόλου. Αν είχα rental εταιρία θα επένδυα σε μια κονσόλα που ξέρουν να χειριστούν και άρα ζητούν οι περισσότεροι χειριστές. Ταυτόχρονα όμως θα ήθελα να κοστίζει λογικά χρήματα (η λογική της επένδυσης βεβαίως διαφέρει για το μέγεθος, τις προοπτικές και την αντίληψη του καθενός) και να επιτυγχάνει αυτό που λέμε υψηλό λόγο τιμής / απόδοσης. Επίσης θα κοίταζα και κατά πόσο μπορεί να διεισδύσει μαζικά στην αγορά μέσω και άλλων συναδέλφων / ανταγωνιστών (ή συναγωνιστών, όπως θέλετε πείτε το, αν και το δεύτερο όρο εικάζω ότι θα τον υιοθετήσουν μόνο οι ελάχιστοι ρομαντικοί των ημερών μας), αφού αυτό σημαίνει ότι θα γνώριζαν το χειρισμό της περισσότεροι άνθρωποι σε λιγότερο χρόνο.
Μεγάλη εταιρία ενοικιάσεων της Ελληνικής αγοράς μου ανέφερε πρόσφατα ότι θα ήθελε να πάρει την Α νεοφερμένη ψηφιακή κονσόλα, αλλά τελικά θα προτιμήσει τη Β γιατί φαίνεται ότι αυτή τελικά θα δημιουργήσει γρηγορότερα μεγαλύτερο 'ρεύμα', καθώς έχει ήδη προτιμηθεί από κάποιους συναδέλφους που είναι σημαντικοί παίκτες.
Συνοψίζοντας λοιπόν: Νομίζω ότι από εδώ και στο εξής οι πωλήσεις μεγάλου φορμά ψηφιακής κονσόλα θα είναι μονοψήφιες στα μέρη μας (και για λόγους οικονομικής κρίσης), ενώ τα μικρότερα ψηφιακά μιξεράκια, (ειδικά όσα υποστηρίζουν πληρέστερες iPad εφαρμογές, σχεδόν όλα δηλαδή) θα αρχίζουμε να τα βλέπουμε παντού. Αραγε έτσι χαμηλώνει ο πήχης ή μήπως από ανάγκη πηγαίνει εκεί που έπρεπε να βρίσκεται ανέκαθεν;