Η απόφαση της κυβέρνησης για την πρόσφατη επανέναρξη της εστίασης και των αντίστοιχων καταστημάτων χωρίς μουσική, έχει δημιουργήσει μια σειρά από δικαιολογημένα παράπονα, γκρίνιες, αφορισμούς και γενικευμένες αντιδράσεις. Αντιδράσεις που προέρχονται όχι μόνο από τους επαγγελματίες της εστίασης και της εγχώριας μουσικής ‘βιομηχανίας’ και παραγωγής, αλλά κυρίως από το ίδιο το κοινό και τους θαμώνες στα μαγαζιά...
Σύμφωνα με δήλωση του Αθανάσιου Εξαδάκτυλου, προέδρου του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου και μέλους της Επιτροπής των Ειδικών του υπουργείου Υγείας, «η μουσική επιβάλλει μεγαλύτερη ένταση φωνής και προσπάθεια ή επιβάλλει στους ανθρώπους να πλησιάσουν πιο κοντά για να ακουστούν και αυτό ευνοεί την μετάδοση του ιού. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος. Δεν έχει να κάνει με τον ήχο, έχει να κάνει με το ότι προσαρμόζουμε τη φωνή μας» προσθέτοντας ότι «χωρίς μουσική οι πελάτες δεν θα καταβάλλουν επιπλέον προσπάθεια για να μιλήσουν όπως συμβαίνει σε ένα χώρο με δυνατή μουσική. Ετσι θα είναι ασφαλέστερη η δραστηριότητα που ανοίγει...».
Ωστόσο, αν η Επιτροπή Ειδικών είχε λάβει άλλη απόφαση, δεν θα είχαμε τη μοναδική αυτή ευκαιρία να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε εμπράκτως το πως είναι να επισκέπτεσαι ένα καφέ, ένα μπαρ, ένα εστιατόριο δίχως Μουσική και Ηχο και με μοναδικό ηχητικό background την ενοχλητική οχλαγωγία των θαμώνων (έστω και αν μιλάμε για περιορισμένη πληρότητα λόγω των μέτρων).
Ούτε θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να δούμε κάμποσους από τους επιχειρηματίες των ‘μαγαζιών’ να βγαίνουν στα κανάλια και τα κοινωνικά δίκτυα και να υπερασπίζονται με τόσο σθένος τη Μουσική, εκτοξεύοντας παράλληλα μύδρους κατά πάντων (ειδικών, λοιμοξιωλόγων, υπουργών, κυβέρνησης, κλπ κλπ).
Πρόκειται άλλωστε για τους ίδιους ανθρώπους (όχι όλοι εννοείται, αλλά μια διόλου ευκαταφρόνητη πλειοψηφία) που έκαναν μικρά «λαϊβάκια» στα μαγαζιά τους και παζάρευαν το νυχτοκάματο των μουσικών μέχρι εκεί που δεν πήγαινε. Που άκουγαν για ασφάλιση ή για εργόσημο των μουσικών και της μπάντας και παρότρυναν το κουαρτέτο να γίνει... ντουέτο για να μπορέσουν να ‘βγούν’ όπως έλεγαν.
Που σε αρκετές περιπτώσεις απαιτούσαν από τους μουσικούς και τη μπάντα, εκτός από το PA και την κονσόλα να φέρνουν μαζί τους και το ‘κοινό τους’ για να γεμίσει το μαγαζί. Που στράβωναν όταν έπρεπε να πληρώσουν για μουσικά και πνευματικά δικαιώματα δημιουργών και εκτελεστών, θεωρώντας το όλο αυτό αδιανόητο, παράνομο και εντελώς αχρείαστο...
Είναι οι ίδιοι που όταν έστηναν το μαγαζί τους μπορεί να έδωσαν μια μικρή περιουσία στον διακοσμητή, το designer και τις πολυθρόνες (και καλά έκαναν), αλλά τσιγγουνεύτηκαν (όσοι εξ’ αυτών δεν αρνήθηκαν πεισματικά εξαρχής) να ανεβάσουν λίγο το μπάτζετ τους προκειμένου να έχει το μαγαζί τους ένα υψηλότερο επίπεδο ηχητικής πιστότητας. Φυσικά οι περισσότεροι τον ήχο τον άφηναν σχεδόν πάντα για το τέλος, αναζητώντας «κάτι φθηνό που να βαράει» απευθυνόμενοι συνήθως στον ηλεκτρολόγο ως καθ’ ύλην αρμόδιο και ειδικό επί θεμάτων ακουστικής και ηλεκτρακουστικής. Και βεβαίως κι εδώ τα παζάρια με τον εγκαταστάτη, τον μεταπωλητή ή τον αντιπρόσωπο για ακόμα πιο προσιτή τιμή και φθηνό σύστημα είχαν την τιμητική τους, αφού «σιγά μωρέ, ποιός καταλαβαίνει από ήχο, στο κάτω – κάτω όλα το ίδιο παίζουν».
Για την ακουστική του χώρου και τις λοιπές υποδομές βελτίωσης ούτε λόγος, αυτά άλλωστε είναι ψιλά γράμματα όταν δεν έχουν γίνει αντιληπτά όλα τα παραπάνω. Εννοείται ότι η ενδεδειγμένη θέση τοποθέτησης των ηχείων στο χώρο δεν έχει σχεδόν καμία σημασία και τα ηχεία συνήθως θα τοποθετηθούν όπου βολέψει...
Στην αισθητική του προγράμματος και τις μουσικές επιλογές δεν θα αναφερθώ καν, άλλωστε περί ορέξεως...
Αυτοί λοιπόν ήταν απ’ τους πρώτους που γκρίνιαξαν, σιχτίρισαν και ‘νοιάστηκαν’ για τη Μουσική. Οχι τόσο γιατί την αγαπούν πραγματικά, αλλά γιατί (επιτέλους) μέσω της απώλειάς της και της επιβεβλημένης σίγασής της, εκτίμησαν για πρώτη φορά ίσως, τη σημαντικότητα ενός πολύτιμου ‘εργαλείου’ τους (ίσως του πλέον αποτελεσματικού) στην προσπάθειά τους να ψυχαγωγήσουν τον πελάτη και να τον κάνουν να διασκεδάσει, ώστε να καταναλώσει περισσότερο.
Απ’ την άλλη, σε μια κανονική χώρα και υπό κανονικές συνθήκες, η Επιτροπή Ειδικών θα μπορούσε να έχει απευθυνθεί σε κάποιους πιο ειδικούς από αυτή στον τομέα του Ηχου και της Μουσικής. Και αντίστοιχα οι πιο ειδικοί στον τομέα του Ηχου (προφανώς δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα, αλλά σε θεσμούς, φορείς και συνδέσμους, έστω και νεοσύστατους) θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με την Επιτροπή Ειδικών και αφού την ενημερώσουν για την ύπαρξή τους (κάτι που θα ήταν χρήσιμο και για επόμενες σχετικές αποφάσεις της όποιας επιτροπής), το αντικείμενό τους και την επιστημοσύνη τους, θα μπορούσαν να έχουν συντάξει από κοινού μια τεχνική έκθεση που να εξηγεί, να περιγράφει και να αποδεικνύει ότι υπό προυποθέσεις και συγκεκριμένους κανόνες, ίσως και να μπορούσε να υπάρχει αναπαραγωγή μουσικής στους χώρους εστίασης. Και ‘κονσέρβα’ και ‘ζωντανή’ ακόμα…
Κι επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, μέσω αυτού του εκκωφαντικού ‘Mute’ η Μουσική υπενθύμισε σε όλους μας το γιατί είναι η πιο δυνατή μορφή μαγείας (όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο ‘μάγος’ Marilyn Manson).